- κοκαλιάρης
- και κοκκαλιάρης, -α, -ικο και κοκ(κ)αλιάρικος, -η, -ο [κόκαλο]πολύ αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοκαλιάρης, -α, -ικο — πολύ αδύνατος, πετσί και κόκαλο, αχαμνός: Από την ασιτία έγινε κοκαλιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… … Wikipedia
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
καγκανιάρης — α, ικο (για πρόσ, συν. υβριστικά) ισχνός, ατροφικός, καχεκτικός, κοκαλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάγκανος «πολύ ξηρός» + ιάρης*] … Dictionary of Greek
οστεώδης — και οστώδης, ες (Α ὀστεώδης και ὀστώδης, ῶδες) [οστέον / οστούν] 1. αυτός που έχει τη μορφή ή τα χαρακτηριστικά τού οστού, που μοιάζει με οστό, οστεοειδής 2. γεμάτος οστά νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από οστά, οστέϊνος («οστεώδες σύστημα» ο… … Dictionary of Greek
σαρακοστιανός — και σαρακοστινός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σαρακοστή, νηστήσιμος 2. (κατ επέκτ.) κάθε είδος τροφής που δεν έχει ζωική προέλευση και τρώγεται κατά την περίοδο τής νηστείας 3. μτφ. άνθρωπος υπερβολικά αδύνατος, κοκαλιάρης,… … Dictionary of Greek
σκληφρός — ά, όν, Α ισχνός, λεπτοφυής, κοκαλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα *σκελη τού σκέλλομαι «είμαι κατάξερος, ισχνός» με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. σκληρός) και έχει σχηματιστεί πιθ. κατά το ελαφρός (βλ.… … Dictionary of Greek
σκύτινος — η, ο / σκύτινος, ίνη, ον, ΝΑ αυτός που είναι κατασκευασμένος από σκύτος, από κατεργασμένο δέρμα, δερμάτινος, πέτσινος («ἐπὶ τῇ κεφαλῇ δὲ κράνη σκύτινα οἷάπερ τὰ Παφλαγονικά», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που αποτελείται μόνο από δέρμα και κόκαλα,… … Dictionary of Greek
ψωράλογο — το, Ν 1. ψωραλέο άλογο 2. (για πρόσ.) μτφ. κοκαλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + άλογο] … Dictionary of Greek
μούμια — η 1. πτώμα που έχει περάσει από επεξεργασία ταρίχευσης, βαλσαμωμένο πτώμα: Οι μούμιες των φαραώ τοποθετούνταν στις πυραμίδες. 2. μτφ., άνθρωπος ζαρωμένος, κοκαλιάρης, ασχημομούρης: Πώς ερωτεύτηκες αυτή τη μούμια; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)